- προκατάπαυσον
- προκατάπαῡσον , πρό , κατά , ἀπό-αὔω 2cry outaor imperat act 2nd sgπρό-καταπαύωput an end toaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.